τοκισμός

τοκιστής

τοκογλυφέω-ῶ
τοκιστής, οῦ () qui prête à intérêts, d’où usurier, Plat. 2 Alc. 149e ; Arstt. Nic. 4, 1, 40.
Étym. τοκίζω.