τοπογραφία

τοποθεσία

τοποθετέω-ῶ
τοποθεσία, ας ()
1 position d’un lieu, DS. 1, 42 ; 18, 5 ; Ptol. 1, 1, 4 ||
2 description de la position d’un lieu, Cic. Att. 1, 13, 5.
Étym. τοποθετέω.