τορός

τοροτίξ

Τορύλαος
τοροτίξ, τοροτοροτοροτοροτίξ et τοροτοροτοροτορολιλιλίξ [ῐλῐλ] onomatopée, cri d’oiseau, Ar. Av. 260, 262.