τοσαυταπλασιόνως

τοσαυταπλάσιος

τοσαυταπλασίων
τοσαυτα·πλάσιος, ος, ον [ᾰσ] autant de fois plus, Arstt. Probl. 19, 2.
Étym. τοσοῦτος, -πλάσιος.