τουτάκι

τουτάκις

τουτεῖ
τουτάκις [ᾰῐ] adv. cette fois-là, Thgn. 842 ; Pd. P. 4, 453 ; 9, 24 ; Call. Cer. 33, etc.
Étym. τοῦτο, -άκις.