τοξάρχης

τόξαρχος

τοξεία
τόξ·αρχος, ου () chef des archers, Eschl. Pers. 556 ; Thc. 3, 98 ||
E Dans les inscr. att. τόξαρχος, non τοξάρχης, CIA. 1, 79, 6 (av. 403 av. J.-C.) ; v. Meisterh. p. 97, § 47.
Étym. τόξον, ἄρχω.