τραχόω-ῶ

τραχυϐατέω

τραχύδερμος
*τραχυ·ϐατέω, ion. τρηχυ·ϐατέω [ᾱῠᾰ] marcher sur un sol raboteux, rocailleux, Hpc. Ep. 1283, 52.
Étym. τραχύς, βαίνω.