τράγαινα

τραγάκανθα

τραγάκανθος
τραγ·άκανθα, ης () [ᾰγᾰ] arbrisseau épineux qui donne la gomme adragante, Th. H.P. 9, 1, 3 ; Diosc. 3, 20 ; Gal. 13, 962.
Étym. τράγος, ἄκανθα.