τραγεῖν

τράγειος

τραγέλαφος
τράγειος, α, ον [] de bouc, Philstr. Gymn. p. 4 Kays. ; Clém. 850 ; ἡ τραγείη (s. e. δορά) Thcr. Idyl. 5, 51, peau de bouc.
Étym. τράγος.