τραγέλαφος

τράγεος

τραγῆ
τράγεος, α, ον [] de bouc, Anth. 11, 325 ; ἡ τραγέα (s. e. δορά) Th. Od. 60 ; Plut. M. 294f ; p. contr. ἡ τραγῆ, Poll. 4, 118, peau de bouc.
Étym. τράγος.