Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τραγοπτισάνη
τραγοπώγων
τραγοριγανίτης οἶνος
τραγο·πώγων,
gén.
ωνος
(
ὁ, ἡ
) [
ᾰ
]
1
à barbe de bouc,
Crat.
(
Com. fr.
2, 78
) ||
2
subst.
salsifis,
légume,
Th.
H.P.
7, 7, 1 ;
Diosc.
1, 128
.
Étym.
τρ. πώγων
.