τραγοριγανίτης οἶνος

τραγορίγανον

τραγορίγανος
τραγ·ορίγανον, ου (τὸ) [ᾰῑᾰ] sorte de thym, Gal. 14, 450.
Étym. τρ. ὀρίγανον.