τράγος

τραγοσκελής

τραγοφαγέω-ῶ
τραγο·σκελής, ής, ές, à jambes ou à pieds de bouc, Hdt. 2, 46 ; Luc. D. deor. 22, 2 ; Lgs 2, 23.
Étym. τρ. σκέλος.