τραπεζοφόρος

τραπεζοχάρων

τραπεζόω-ῶ
τραπεζο·χάρων, οντος () [ᾰᾰ] Aime-la-table, n. de parasite, Alciphr. 3, 46.
Étym. τρ. χαίρω.