τρέφω

τρεχέδειπνος

τρέχνος
τρεχέ·δειπνος, ου () qui court les dîners, Ath. 4a, 242c ; Plut. M. 726a ; n. comiq. d’un parasite, Alciphr. 3, 4.
Étym. τρέχω, δεῖπνον.