τριακονταστάδιος

τριακοντάχοος-ους

τριακοντέτης
τριακοντά·χοος-ους, οος-ους, οον-ουν [ᾱᾰ] qui rapporte (litt. qui verse trente fois autant) Th. H.P. 8, 3, 8 ; Str. 311.
Étym. τρ. χέω.