Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριακοντάκλινος
τριακοντάκωπος
τριακοντάμηυος
τριακοντά·κωπος,
ος, ον
[
ᾱᾰ
] à trente rames,
Pol.
23, 36, 13
.
Étym.
τρ. κώπη
.