Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριακονταπλασίων
τριακοντάπους
τριακονταρχία
τριακοντά·πους,
gén.
-ποδος
(
ὁ, ἡ
) [
ᾱᾰ
] long
ou
haut de trente pieds,
DH.
9, 68 dout.
Étym.
τρ. πούς
.