τριακονθάμματος

τριακονθήμερος

τριάκοντα
τριακονθ·ήμερος, ος, ον [] de trente jours, Hdt. 2, 4 ; Pol. 5, 28, 1 ; Plut. Pel. 29 ; subst. τὸ τριακονθήμερον, Pol. 21, 10, 12 ; Ath. 45a, durée de trente jours ||
E Ion. τριηκοντήμερος, Hdt. l. c. ; dor. τριακονθάμερος [ᾱᾱ].
Étym. τριάκοντα, ἡμέρα.