τριακοστός
τριακτήρτριακοστός, ή, όν
[ᾱ] trentième, Pd. O. 8, 87 ; Hdt. 4, 44 ; 5, 89 ;
Hpc. Aph.
1250 ; Xén.
Cyr. 5, 3, 6 ;
8, 4, 27 ; ἡ
τριακοστή (s. e. μερίς) Dém. 467, 2, l’impôt du trentième ||
E Ion. τριηκοστός,
Hdt. ll.
cc.
Étym.
τριάκοντα.