τριϐανόω-ῶ

τριϐάρϐαρος

τριϐάς
τρι·ϐάρϐαρος, ος, ον [ῐᾰρο] trois fois (c. à d. tout à fait) barbare, Plut. M. 14b.
Étym. τρεῖς, βάρϐαρος.