Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριϐικός
τριϐολεκτράπελα
τριϐόλιον
τριϐολ·εκτράπελα,
ων
(
τὰ
) [
ῐᾰπ
] arguties,
Ar.
Nub.
1003
.
Étym.
τρίϐολος, ἐκτράπελος
.