τριχισμός

τριχῖτις

τριχοϐάπτης
τριχῖτις, ίτιδος [ῐῑῐδ] adj. f. chevelu ; subst. ἡ τρ. (s. e. λίθος) Diosc. 5, 123, sorte d’alun.
Étym. θρίξ.