τριχόμαλλος

τριχομανές

τριχομανία
τριχο·μανές, έος-οῦς (τὸ) autre n. de la fougère πολύτριχον (Asplenium trichomanes L.) Th. H.P. 7, 14, 1 ; Diosc. 4, 137.
Étym. θρίξ, μαίνομαι.