τριϐωνοφορία

τρίγαμος

τριγένεια
τρί·γαμος, ος, ον [ῐᾰ] qui est ou s’est marié trois fois, Stésich. fr. 74 ; Thcr. Idyl. 12, 5,.
Étym. τρεῖς, γάμος.