τριγλίς

τριγλῖτις

τριγλοϐόλος
τριγλῖτις, ίτιδος [ῑτῐδ] adj. f. semblable au mulet ou rouget : τρ. ἀφύη, Dorion (Ath. 285a) sorte de poisson.
Étym. τρίγλα.