τριγλοϐόλος

τριγλοφόρος

τρίγλυφος
τριγλο·φόρος, ος, ον, qui porte, c. à d. qui contient des mulets ou des rougets, en parl. d’un filet, Anth. 6, 41.
Étym. τρίγλα, φέρω.