τριγωνίστρια

τριγωνοειδής

τρίγωνον
τριγωνο·ειδής, ής, ές [] en forme de triangle, triangulaire, Arstt. H.A. 3, 7, 3 ; Pol. 2, 14, 4, etc.
Étym. τρίγωνος, εἶδος.