τρίκλωστος

τρίκοκκος

τρικόλουρος
τρί·κοκκος, ος, ον, à trois graines ou à trois baies, Diosc. 1, 169 ; τὸ τρίκοκκον, Gal. 13, 207, sorte de nèfle.
Étym. τρεῖς, κόκκος.