Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρικόρυθος
τρικόρυμϐος
τρίκορυς
τρι·κόρυμϐος,
ος, ον,
c.
τρικόρυφος,
Syn.
315
d
.
Étym.
τρεῖς, κόρυμϐος
.