τριμίτινος

τρίμιτος

τρίμμα
τρί·μιτος, ος, ον [ῐῐ] à trois fils, Lysipp. (Poll. 10, 50); DC. 77, 7 ; ὁ τρίμιτος (s. e. χιτών) Crat. (Poll. 7, 58) vêtement d’un tissu à trois fils.
Étym. τρ. μίτος.