τριμμάτιον

τριμμός

τριμοιρία
τριμμός, οῦ () chemin fréquenté, Xén. Cyn. 3, 7 ; 4, 3, etc. ; El. N.A. 13, 24 ; DC. 56, 20.
Étym. τρίϐω.