Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριμοιριαῖος
τριμοιρίτης
τρίμοιρος
τριμοιρίτης,
ου
(
ὁ
) [
ῐῑ
] qui contient trois parts,
Luc.
J. tr.
48
.
Étym.
τρίμοιρος
.