τριοτό

τριόφθαλμος

Τρίοψ
τρι·όφθαλμος, ος, ον, à trois yeux, Oracl. (Apd. 2, 8, 3) ; Paus. 5, 3, 5 ; Plut. M. 520c.
Étym. τρ. ὀφθαλμός.