Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριπαλαιστιαῖος
τριπάλαιστος
τρίπαλτος
τρι·πάλαιστος,
ος, ον
[
ῐᾰ
] long, large,
etc.
de trois palmes,
Hdt.
1, 50
.
Étym.
τρ. παλαιστή
.