Τριφάλης

τριφάσιος

τρίφατος
τριφάσιος, α, ον [ῐᾰ] triple, Hdt. 5, 1 ; au pl. trois, Hdt. 1, 95 ; 2, 17, etc.
Étym. cf. διφάσιος et lat. trifarius.