τρίφατος

τριφίλητος

τριφολῖνος οἶνος
τρι·φίλητος, dor. τρι·φίλατος, ος, ον [ῐῐᾱ] trois fois aimé, bien-aimé, Thcr. Idyl. 15, 86.
Étym. τρ. φιλέω.