τρίφυλλον

τρίφυλλος

Τρίφυλλος
τρί·φυλλος, ος, ον [] à trois feuilles, Diosc. 4, 112 ; subst. ἡ τρίφυλλος, Diosc. 2, 177, ou τὸ τρίφυλλον, Hdt. 1, 132 ; Phérécr. (Com. fr. 2, 305); Diosc. 4, 111, trèfle, plante.
Étym. τρ. φύλλον.