τρίπλαξ

τριπλασιάζω

τριπλασιασμός
τριπλασιάζω [ᾰσ] tripler, Apd. 2, 4, 8 ; Plut. M. 1028b ; au pass. Plut. Arist. 24.
Étym. τριπλάσιος.