τριπλασιεπίτριτος

τριπλασιεφέϐδομος

τριπλασιεφήμισυς
τριπλασι·εφέϐδομος, ος, ον, trois fois un septième aussi grand, Nicom. Arithm. 1, 22.
Étym. τρ. ἐφέϐδομος.