τριπλασιεπιτετραμερής

τριπλασιεπιτριμερής

τριπλασιεπίτριτος
τριπλασι·επιτριμερής, ής, ές [ᾰρῐ] trois fois trois quarts aussi grand, Nicom. Arithm. 1, 23.
Étym. τρ. ἐπιτριμερής.