τρισάποτμος

τρισαρειοπαγίτης

τρισάριθμος
τρισ·αρειοπαγίτης, ου () [ῐᾰᾰῑ] trois fois aussi sévère qu’un juge de l’aréopage, Cic. Att. 4, 15, 4.
Étym. τρ. ἀρειοπαγίτης.