Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισθανής
τρισκαιδεκαέτης
τρισκαιδεκάκλινος
τρισκαιδεκα·έτης,
ου,
adj. m.
âgé de treize ans,
Is.
fr. 1, 12 ;
Lys.
116, 28
.
Étym.
τρ. ἔτος
.