τρισολυμπιονίκης

τρίσπαστος

τρισπίθαμος
τρί·σπαστος, ος, ον, à trois poulies, Vitr. 10, 3 ; subst. τὸ τρίσπαστον, Orib. p. 155, 158 Mai, sorte d’instrument de chirurgie.
Étym. τρ. σπάω.