Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισσάκις
τρισσάτιος
τρισσαχῇ
τρισσάτιος,
α,
ion.
η, ον
[
ᾰ
]
c.
τρισσός,
Anth.
6, 12
.
Étym.
τρισσός,
pour la formation cf.
μεσσάτιος
.