Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισσόφωτος
τρισσόω-ῶ
τρισσῶς
τρισσόω-ῶ
:
1
tripler,
Naz.
||
2
c.
τρισσεύω
1,
Spt.
3 Reg.
18, 34
.
Étym.
τρισσός
.