Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρίσταθμος
τριστάσιος
τριστάτης
τρι·στάσιος,
ος, ον
[
ᾰ
] trois fois aussi lourd,
Arr.
Ind.
8, 13
.
Étym.
τρίς, ἵστημι
.