τρίσχοινος

τρισώματος

τρίσωμος
τρι·σώματος, ος, ον [ῐᾰ] à trois corps, Eschl. Ag. 870 ; Eur. H.f. 24, etc. ; DS. 4, 8.
Étym. τρ. σῶμα.