τρίσωμος

τριταγωνιστέω-ῶ

τριταγωνιστής
τριταγωνιστέω-ῶ [ῐᾰ] jouer les rôles de troisième ordre, Dém. 314, 12 ; 315, 10, etc. : τινι, Plut. M. 840a, après qqn.
Étym. τριταγωνιστής.