τριημιτονιαῖος

τριημιτόνιον

τριημίτονον
τρι·ημιτόνιον, ου (τὸ) [μῐ] t. de mus. un ton et demi, Eucl. Intr. harm. 3, p. 188, l. 21 ; Plut. M. 389e, 430a.
Étym. τρ. ἡ.